- περικλινής
- -ές, ΝΑνεοελλ.1. το αρσ. ως ουσ. το περικλινές(ορυκτ.) αργιλοπυριτικό ορυκτό τού νατρίου που ανήκει στη σειρά τών πλαγιοκλάστων και αποτελεί λευκή ποικιλία τού αλβίτη, με υαλώδη ή μαργαριτώδη λάμψη2. φρ. α) «περικλινής διαίρεση»βοτ. διαίρεση φυτικών κυττάρων που καταλήγει στον σχηματισμό περικλινών τοιχωμάτων, σε αντίθεση με την αντικλινή διαίρεση, που καταλήγει στον σχηματισμό αντικλινών τοιχωμάτων μεταξύ τών θυγατρικών κυττάρωνβ) «περικλινές τοίχωμα»βοτ. το τοίχωμα ενός φυτικού κυττάρου που είναι παράλληλο προς την επιφάνεια τού φυτικού σώματος, σε αντίθεση με το αντικλινές τοίχωμα, που διατάσσεται κάθετα στην επιφάνεια τού φυτικού σώματοςαρχ.αυτός που έχει κλίση ολόγυρα, ο κυκλικά κεκλιμένος και κατωφερής.[ΕΤΥΜΟΛ. < περικλίνω. Η λ. ως επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pericline].
Dictionary of Greek. 2013.