περικλινής

περικλινής
-ές, ΝΑ
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. το περικλινές
(ορυκτ.) αργιλοπυριτικό ορυκτό τού νατρίου που ανήκει στη σειρά τών πλαγιοκλάστων και αποτελεί λευκή ποικιλία τού αλβίτη, με υαλώδη ή μαργαριτώδη λάμψη
2. φρ. α) «περικλινής διαίρεση»
βοτ. διαίρεση φυτικών κυττάρων που καταλήγει στον σχηματισμό περικλινών τοιχωμάτων, σε αντίθεση με την αντικλινή διαίρεση, που καταλήγει στον σχηματισμό αντικλινών τοιχωμάτων μεταξύ τών θυγατρικών κυττάρων
β) «περικλινές τοίχωμα»
βοτ. το τοίχωμα ενός φυτικού κυττάρου που είναι παράλληλο προς την επιφάνεια τού φυτικού σώματος, σε αντίθεση με το αντικλινές τοίχωμα, που διατάσσεται κάθετα στην επιφάνεια τού φυτικού σώματος
αρχ.
αυτός που έχει κλίση ολόγυρα, ο κυκλικά κεκλιμένος και κατωφερής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περικλίνω. Η λ. ως επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pericline].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περικλινής — sloping on all sides masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικλινῆ — περικλινής sloping on all sides neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) περικλινής sloping on all sides masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) περικλινής sloping on all sides masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικλινές — περικλινής sloping on all sides masc/fem voc sg περικλινής sloping on all sides neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικλινέσι — περικλινής sloping on all sides masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίκλινος — ον, Α πιθ. περικλινής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού περικλινής] …   Dictionary of Greek

  • περικλινεῖς — περικλῐνεῖς , περικλίνω decline aor subj pass 2nd sg (epic) περικλῐνεῖς , περικλίνω decline fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) περικλινής sloping on all sides masc/fem acc pl περικλινής sloping on all sides masc/fem nom/voc pl (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • περικλινῶν — περικλῐνῶν , περικλίνω decline fut part act masc nom sg (attic epic doric) περικλινής sloping on all sides masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”